πολεμοκάπηλος

πολεμοκάπηλος
ος, ο[ν] 1. поджигательский;
2. (ο ) поджигатель войны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πολεμοκάπηλος" в других словарях:

  • πολεμοκάπηλος — ο, Ν αυτός που δημιουργεί πολεμική ψύχωση για ιδιοτελείς σκοπούς, έμπορος πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολεμοκάπηλος — η, ο αυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) τον πόλεμο για να κερδίσει οικονομικά οφέλη, ο έμπορος του πολέμου: Οι πολεμοκάπηλοι και θέλουν και επιδιώκουν τον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»